Άρθρο του Ανδρέα Ανδριανόπουλου
Σε κάθε περίοδο παρακμής η βαθιάς κοινωνικής η οικονομικής κρίσης η τελική φάση των όποιων αναζητήσεων συνδέεται με την διατύπωση κάποιου μελλοντικού οράματος. Οι άνθρωποι, όπως και οι κοινωνίες, δεν μπορούν να επιβιώσουν δίχως ελπίδα. Αυτή αναπτερώνει το ηθικό των απελπισμένων και συσπειρώνει ψυχικά τα δοκιμασμένα κοινωνικά στρώματα. Μετά τις πρώτες αντιδράσεις που προκαλεί το σοκ της καταστροφής, που είναι η άρνηση, η οργή και η κατάθλιψη, ακολουθεί η αποδοχή και ο συμβιβασμός. Για να υπάρξει όμως νέο ξεκίνημα είναι απαραίτητος ο οραματισμός και η ελπίδα. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτού του είδους την συσπείρωση την επιτυγχάνουν κινήματα ξενοφοβικά, βουτηγμένα στην παράλογη βία, με απλοικά συνθήματα κι’ ευκολοχώνευτους συμβολισμούς. Ο φασισμός συνήθως εξιδανικεύει ένα ανύπαρκτο παρελθόν, υπόσχεται εύκολες και απλές λύσεις σε σύνθετα και δυσεπίλυτα προβλήματα, χτίζει πάνω σε ανύπαρκτα θεμέλια ένα οικοδόμημα υπεδιογκωμένης αυτοεκτίμησης και προωθεί μια κρυφή ατζέντα καταπίεσης, διώξεων αντιφρονούντων και υπαγωγής ολόκληρου του κοινωνικού ιστού κάτω από την διεύθυνση ενός χαμηλής ποιότητας κρατικού κέντρου. Ο φασισμός, όπως και ο κομμουνισμός εξ άλλου, αποτελεί την απόλυτη ολοκλήρωση ενός αποκρουστικού κρατισμού.
Υπάρχει όμως αποτελεσματική κι’ ελπιδοφόρα εναλλακτική λύση. Η αναζήτηση της διεξόδου κι’ ενός οράματος ελπίδας στους μηχανισμούς της ανοιχτής κοινωνίας και της οικονομίας της αγοράς. Οι έλληνες είναι από χαρακτήρα αυτόνομες προσωπικότητες ακρωτηριασμένες από μηχανισμούς κεντρικού κρατικού σχεδιασμού που ποτέ δεν μπόρεσε να επιτύχει το οτιδήποτε, αλλά που πάντοτε κατορθώνει να επιβιώνει. Ακόμη και τώρα, που η χώρα καταρρέει οικονομικά αποδεκατισμένη από πολιτικές υπερδιόγκωσης ενός εντελώς αναποτελεσματικού κράτους και στείρωσης της κοινωνίας από το όποιο στοιχείο δυναμισμού και πρωτότυπης αναζήτησης είχε μέσα της, η κοινή γνώμη προσβλέπει σε σχήματα εκτεταμένης δημόσιας παρέμβασης για την σωτηρία της. Ολα τα κόμματα ομιλούν για σωτηρία μέσω του δημόσιου τομέα, κλείνοντας τα μάτια στην τραγική πραγματικότητα μιάς χώρας που χρεοκόπησε, μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο, μέσω του κράτους κι’ όχι των τραπεζών. Και κατηγορούνται πολιτικές ασύδοτα κρατικοπαρεμβατικές, όπως η βαριά φορολογία, η κατάργηση με κρατική παρέμβαση των εργασιακών σχέσεων, οι μειώσεις με νόμο μισθών και συντάξεων, οι επιτάξεις απεργών και τόσα άλλα σαν εκφράζουσες δήθεν λογικές της αγοράς. Και υπόσχονται λίγα από τα ίδια για έξοδο, υποτίθεται, από την κρίση.
Για την οικοδόμηση όμως μιάς σθεναρά ακμάζουσας οικονομίας η εμπειρία, αλλά και η επιστήμη, φωνάζουν πως μοναχά όταν τα κυρίαρχα ύψη της οικονομίας ελέγχονται από τις δυνάμεις της αγοράς, κι όχι του σχεδιασμού, οι προοπτικές που διανοίγονται είναι αισιόδοξες (βλ. σχετ. Daniel Yergin and Joseph Stanislaw, The Commanding Heights: The Battle Between Government and the Market -- Place That Is Remaking the Modern World. Simon & Shuster: New York, 1998). H πολυθρύλητη ανάπτυξη δεν μπορεί να έρθει μέσα από πολιτικές κυβερνητικά προωθούμενες. Γιατί το κράτος δεν διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες βάσει των οποίων σχηματίζονται οι διάφορες κοινωνικές ανάγκες και διαμορφώνονται οι τιμές στην αγορά. Ετσι, οι όποιες του πρωτοβουλίες σπάνια είναι επιτυχημένες και συνήθως αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τους στόχους τους. Στο βιβλίο του Mark Pennington (Robust Political Economy: Classical Liberalism and the Future of Public Policy, Edward Elgar Publishing Ltd, 2010) περιγράφονται διεξοδικά τα ζητήματα που προκύπτουν από την έλλειψη ολοκληρωμένης γνώσης των πολιτικών αρχών που σχεδιάζουν οικονομικές πολιτικές. Με βάση αυτή την θεωρητική κατασκευή, ο Pennington προχωρά στην υπεράσπιση των αρχών της αγοράς απέναντι στους λογής επικριτές της. Αναλύει τις αδυναμίες αλλά και τις βασικές ιδιότητες των συστημάτων κοινωνικής προστασίας εξηγώντας τις αναγκαίες μεθοδεύσεις για την επιβίωση και την ενισχυσή τους. Το ίδιο κάνει για τις πολιτικές ανάπτυξης αλλά και για ζητήματα περιβαλλοντικής προστασίας. Κοντολογής, ο Pennington αποδεικνύει πως μόνο μέσα από πολιτικές κλασσικού φιλελευθερισμού είναι δυνατή η οικοδόμηση μας εύρωστης οικονομίας ικανής να αντιμετωπίσει διεθνείς αντιξοότητες αλλά και τις δυσκολίες μιάς εξελισσόμενης κοινωνικής δυναμικής. Απέναντι στους κρατικο-κεντρικούς πολιτικούς προσανατολισμούς η φιλελεύθερη επιλογή, υποστηριζει ο Pennington, είναι η μόνη ασφαλής μέθοδος που μπορεί να οδηγήσει μια κοινωνία, με σιγουριά κι’ αυτοπεποίθηση, στον δρόμο της ευημερίας.
Στο καθαρά τεχνικό του κομμάτι το βιβλίο του Pennington αγκαλιάζει τα οικονομικά της Αυστριακής Σχολής καθώς και τις απόψεις της Δημόσιας Επιλογής των Buchanan και Tulloch για να στηρίξει την λογική της ελεύθερης οικονομίας αλλά και να καταδείξει τις στρεβλώσεις και τις αδικίες των κρατικών παρεμβάσεων στις αγορές.
Eξ’ ίσου σημαντική είναι και η περιεκτική εργασία του νεαρού ιστορικού καθηγητή του Πανεπιστημίου John Hopkins, Angus Burgin (Great Persuasion: Reinventing Free Markets since the Depression, Harvard University Press, 2012). Oπως στην σημερινή συγκυρία οι οπαδοί των ελεύθερων αγορών πασχίζουν να αποδείξουν πως δεν είναι ελέφαντες, πως δηλ δεν είναι οι αδέσμευτες αγορές που προκάλεσαν την σημερινή κρίση αλλά οι απίστευτες κυβερνητικές παρεμβάσεις στις δανειοδοτήσεις για εξασφάλιση κατοικίας αλλά και η ανυποχώρητη εμμονή των πολιτικών να μην αφήνουν τις αγορές να βρούν από μόνες την ισορροπία τους, έτσι και μερικά χρόνια πριν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι έδιναν μάχες για να αποδείξουν πως ο Κευνσιανισμός ήταν βασικά υπεύθυνος για το τέλμα στο οποίο είχαν βρεθεί οι διεθνείς οικονομίες μετά το τέλος της μεταπολεμικής ευημερίας. Αυτόν ακριβώς τον αγώνα αναλύει ο Burgin με εκτενείς αναφορές όχι μόνο στον Friedrich Hayek και τον Milton Friedman αλλά και στην σημαντική συμβολή της Mont Pelerin Society. Αντί για σκληρούς και ανένδοτους εχθρούς της κοινωνικής προστασίας από ένα εξαφανισμένο κράτος, ο Burgin περιγράφει την ουσία των παρεμβάσεων των θεωρητικών της ελευθερίας που είχαν αναπτύξει μια φιλοσοφία πραγματικής κοινωνικής ευαισθησίας με υπόστρωμα τις γνήσιες ανησυχίες τους για την τύχη του καπιταλισμού. Αποδεχόμενοι περιορισμούς στην κυριαρχία των αγορών, αυτή εξ άλλου ήταν και η ουσία της προσθήκης του «νέο» στον κλασσικό φιλελευθερισμό, επέμεναν πως αυτοί θα έπρεπε να είχαν σαν επιδίωξη την κοινωνική προστασία και την παντοδυναμία του ανταγωνισμού.
Μετά την δεκαετία του ’70 και την κυριαρχία του Friedman και της Σχολής του Σικάγο αναπτύχθηκε μιά περισσότερο σθεναρή υπεράσπιση της αδέσμευτης αγοράς δίχως όμως να παραγνωρίζονται τα επιτεύγματα για την εξασφάλιση κοινωνικής ισορροπίας και αρμονίας. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου πως οι πολιτικές του Ρόλαντ Ρήγκαν στις ΗΠΑ και της Μάργκαρετ Θάτσερ στην Βρετανία δοκιμάσθηκαν επανειλημμένα με επιτυχία στις κάλπες εξασφαλίζοντας συντριπτικά ποσοστά υποστήριξης Θα ήταν μάλλον παράλογο να υποστηρίζει κανείς πως λαοί που υπέφεραν θα έδιναν τέτοια επιβεβαίωση στις πολιτικές αυτές. Η συναρπαστική δουλειά του Burgin εξηγεί με απόλυτη ακρίβεια τις ρίζες προέλευσης της σύγχρονης παγκόσμιας περίπου αποδοχής (με την εξαίρεση πάντα της Ελλάδας) των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς, αλλά και το ηθικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχει χτισθεί.
Προκύπτει αβίαστα από την σχετική ανάλυση πως και στην σημερινή πλέον συγκυρία είναι ακριβώς αυτές οι αρχές που εμπεριέχουν την δυναμική για να βγάλουν χώρες, που βρίσκονται σε αναταραχή, από τα αδιέξοδα. Η διαφορά είναι πως οι κυβερνήσεις οφείλουν να αναγνωρίσουν την ανωτερότητα της ελεύθερης επιλογής και να δώσουν στις κοινωνίες την δυνατότητα της δημιουργίας - έξω από φορολογικές αφαιμάξεις και εξωπραγματικές αντιλήψεις περί ανακατανομής εισοδημάτων και άνωθεν επιβαλλόμενης ισότητας.
Η εύρωστη οικονομία είναι το ζητούμενο. Με πολιτικές κρατικού αυταρχισμού και δήμευσης της ατομικής περιουσίας η επίτευξή της είναι ανέφικτη. Μπροστά στην απελπισία και την καταστροφή που μας περιμένει στο τέλος του δρόμου του κρατισμού, υπάρχει ακόμη χρόνος για την μεγάλη στροφή.